καππαδοκάρχης

καππαδοκάρχης
καππαδοκάρχης, ὁ (Α)
τίτλος τού επάρχου τής Καππαδοκίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καππαδόκης + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καππαδοκαρχία — καππαδοκαρχία, ἡ (Α) [καππαδοκάρχης] η προεδρία τού επαρχιακού συμβουλίου τής Καππαδοκίας και τών εορτών τής αυτοκρατορικής λατρείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”